Την ποικιλία των ψηφιδωτών κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους συνοδεύει η εξειδίκευση των τεχνιτών. Ο pictor imaginarius ζωγραφίζει την εικόνα πάνω σε χαρτόνι, ο pictor parietarius μεταφέρει το σχέδιο πάνω στην αρχιτεκτονική επιφάνεια, προτού εκτελέσει το ψηφιδωτό στους τοίχους, τις αψίδες και τους τρούλους ο musivarius και, στα δάπεδα, ο tesselarius. Με τη μεγάλη εξάπλωση του ψηφιδωτού υποβαθμίζεται η καλλιτεχνική του αξία και εμφανίζεται το φαινόμενο του «προκατασκευασμένου» έργου. Εκτός από πέτρες, στρογγυλεμένες ή κομμένες σε κύβους, οι τεχνίτες χρησιμοποίησαν πολύχρωμα μάρμαρα και άλλα πετρώματα που τα χρωμάτιζαν τεχνητά. Οι περίτεχνες συνθέσεις περιείχαν συχνά ημιπολύτιμους λίθους, ενώ στα εντοίχια μωσαϊκά γίνεται χρήση υαλόμαζας. Μετά το 1204, οι υαλοκατασκευαστές εγκαθίστανται στη Βενετία και ιδρύονται τα πρώτα εργοστάσια κατασκευής υαλόμαζας. Τον 14ο αιώνα, οι φούρνοι του Μουράνο αρχίζουν την παραγωγή σμάλτου προσθέτοντας νέα χρώματα στην ελληνική παλέτα και, τον επόμενο αιώνα, κατασκευάζοντας υαλόμαζα σε δύο στρώματα διαφορετικού χρώματος, αγγίζουν την απεριόριστη πολυχρωμία. Τον 15ο αιώνα, στη Βενετία πάλι, κατασκευάζονται χρυσές ψηφίδες ανθεκτικότερες από εκείνες που, με δύο τεχνικές, έφτιαχναν οι Βυζαντινοί ενώ, το 1881, κατασκευάζονται ασημένιες ψηφίδες από πλατίνα. Ο συγγραφέας, αφού αναφερθεί και στα συνδετικά υλικά, παρουσιάζει ενδεικτικό κατάλογο αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων ψηφιδογράφων και ψηφοθετών.