Στους στίχους 669-720 του Οιδίποδα επί Κολωνώ, οι γέροντες του χορού εξυμνούν τις φυσικές ομορφιές της πατρίδας τους. Η επιλογή των φυτών της αττικής γης είναι προδιαγεγραμμένη: κισσός, νάρκισσος και κρόκος, ελιά. Όλα φυτά αυτοφυή, ακόμη κι η ελιά, όλα επωφελή για τους ανθρώπους, ενταγμένα όλα σε σύστημα δευτερογενών συμβολισμών.
Εντυπωσιακή είναι στην Αντιγόνη (στ. 823-832) η εικόνα της Νιόβης και του πανδαμάτορα κισσού. Για τον κισσό πρωταρχική είναι η σύνδεσή του με τον Διόνυσο. Με την αξεπέραστη αυξητική του δύναμη, ο αειθαλής κισσός θεωρήθηκε αντίδοτο στη μέθη και σύμβολο αθανασίας. Ο Διοσκορίδης τον αναφέρει ως πανάκεια για πάμπολλες αρρώστιες. Στεφάνια από κισσό φορούσαν οι κωμαστές.
Ο νάρκισσος και ο κρόκος, όπως συνήθως τα φυτά με βολβό, θεωρούνται φυτά προελληνικών θεοτήτων. Εδώ συνδέονται με το τέμενος στις σεμνές θεές. Ο κρόκος χρησιμοποιείται για τη βαφή των υφασμάτων. Η συλλογή του για λόγους χρηστικούς ή τελετουργικούς εικονίζεται σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης και της Σαντορίνης και απηχείται στους κροκοβαμμένους χιτωνίσκους των άρκτων στη Βραυρώνα.
Η ελιά ταυτίζεται με την Αθήνα τόσο ώστε να θεωρείται αυτόχθων. Δώρο της θεάς, έχει τριπλή διάσταση: από δέντρο άγριο (κότινος) γίνεται αντικείμενο καλλιέργειας, εντάσσεται σε θρησκευτικά τελετουργικά και συμβολίζει την πολιτική ζωή.
Τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Θεόφραστος γράφει στην Αθήνα τα πρώτα εγχειρίδια βοτανικής που ανήκουν στην αριστοτελική λογική της συστηματικής κατάταξης του φυσικού κόσμου. Ως προς τις παραστάσεις τους στην τέχνη, τα φυτά συνήθως σχηματοποιούνται σε διακοσμητικά μοτίβα. Σε αντίθετη περίπτωση, ως ουσιαστικά χαρακτηριστικά μιας μυθικής σκηνής, τα φυτά αποκτούν «ατομικότητα».