Οι αρχαίοι Έλληνες (καθώς και, σε μεγάλο βαθμό, οι Ρωμαίοι) αντιμετώπιζαν τον οφθαλμό και τη λειτουργία του εμπειρικά, γεγονός που επηρέασε και τα πρώτα βήματα της επιστημονικής οφθαλμολογίας. Αν και γνωστός ανατομικά, ο οφθαλμός μελετήθηκε από τους Έλληνες φυσιολόγους (με προεξάρχοντα τον Αριστοτέλη) κυρίως εξωτερικά, τελεολογικά, προσέγγιση που επηρέασε τους μεταγενέστερους περιπατητικούς, αλλά και την κοινή γνώμη της εποχής. Ο Ευκλείδης, επίσης της περιπατητικής σχολής, περιέγραψε με γραμμικό τρόπο την κίνηση του φωτός και έθεσε τις βάσεις της γεωμετρικής Οπτικής (τις οποίες αξιοποίησε πολύ αργότερα ο Πτολεμαίος). Άλλοι, συστηματοποίησαν τις φιλοσοφικές – μεταφυσικές προσεγγίσεις των προσωκρατικών, των ατομικών, και του Πλάτωνα, ενώ η ανάπτυξη των κατόπτρων και η εξερεύνηση των δυνατοτήτων τους αποτέλεσε πεδίο έντονης δράσης για μεταγενέστερους φιλοσόφους, όπως ο Αρχιμήδης. Όπως είναι φυσικό, οι αναζητήσεις των φιλοσόφων, ιατρών και φυσιολόγων μόνον έμμεσα επηρέασαν την καθημερινότητα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Παθήσεις και ασθένειες των οφθαλμών αντιμετωπίζονταν συμπτωματικά, βάσει παραδοσιακών πρακτικών και κοινώς διαδεδομένων αντιλήψεων. Στα κείμενα, από τους ήρωες του Αριστοφάνη μέχρι τον ίδιο τον Κικέρωνα, ακούμε για τις κοινότερες παθήσεις και την – μάταιη συνήθως – απόπειρα θεραπείας τους. Οι ιατροί της ιπποκρατικής παράδοσης, ο Γαληνός, ο Ρωμαίος Κέλσος, και οι άλλοι ομότεχνοί τους, βάσιζαν τη θεωρία τους περί οφθαλμολογίας στον Αριστοτέλη και τις θεραπευτικές πρακτικές τους στην παράδοση. Την ίδια στιγμή, η τέχνη, διαποτισμένη από την ώσμωση με την επιστήμη – τόσο την «υψηλή», όσο και την παραδοσιακή, λαϊκή – αποδίδει με ευγλωττία τον τρόπο με τον οποίο ο ελληνορωμαϊκός κόσμος αντιμετώπιζε το βλέμμα.