Ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας των μουσείων ολοένα κερδίζει έδαφος. Πλαισιώνοντας την παρουσίαση των εκθεμάτων με πληροφορίες που τα εντάσσουν στο ιστορικό τους πλαίσιο, τα μουσεία ευελπιστούν να προκαλέσουν ερεθίσματα, να διεγείρουν νοητικές και συναισθηματικές λειτουργίες, μετατρέποντας τη μετάδοση της γνώσης σε διασκέδαση. Στον αντίποδα, βρίσκεται ο αισθητισμός, η άποψη ότι «τα αντικείμενα μιλάνε μόνα τους» αφού το ωραίο «ψυχαγωγεί» από μόνο του. Η άποψη αυτή, που επιζεί χάρη στις θεωρίες για τον αυτόνομο και τον απόλυτο χαρακτήρα της τέχνης, κυριαρχεί στα περισσότερα ελληνικά μουσεία. Οι υπέρμαχοι του αισθητισμού διατείνονται ότι η διδαχή από τη μία κουράζει και από την άλλη κατηχεί, προπαγανδίζει μια άποψη και επηρεάζει την ελεύθερη θεώρηση του θεατή. Στο επίκεντρο της ασυμφωνίας βρίσκεται η σημασία που αποδίδεται στην ιστορικότητα. Η έλλειψή της και η προβολή μόνο της αισθητικής αξίας παραπληροφορεί, καθώς στο θεατή μένει η εντύπωση ότι εξαρχής τα αντικείμενα κατασκευάστηκαν ως έργα τέχνης. Για να ζωντανέψουν τα αντικείμενα απαιτείται έρευνα, περιοδικές εκθέσεις για πειραματισμούς, κατάλληλα εκπαιδευτικά προγράμματα. Η προσπάθεια αποδίδει.