Η Οπερέτα και η Επιθεώρηση (γεν. 1894) είναι τα δύο είδη μουσικού θεάτρου. Ξενόφερτες μουσικές επενδύονται με ελληνικούς στίχους σε καντάδες. Στις αρχές του αιώνα μας εμφανίζεται η ελληνική οπερέτα. Ο Αττίκ μετέφερε από το Παρίσι το τραγούδι που διηγείται μια ιστορία. Το ταγκό και το βαλς δεσπόζουν στο αστικό τραγούδι ως το 1960. Το λαϊκό τραγούδι, γεννημένο στα ελλαδικά λιμάνια, μπολιάζεται μετά το 1922 με το μικρασιάτικο. Στη δεκαετία του 1930, η Πειραιώτικη Σχολή λανσάρει το βαρύ και περιθωριακό ρεμπέτικο. Η σμυρνέικη μουσική υποχωρεί. Ανθεί παράλληλα το «δημοτικοφανές» τραγούδι που αναβιώνει στη δεκαετία του 1950. Πλάι στα «δημοτικοφανή», νέοι για την Ελλάδα ρυθμοί προστίθενται στο ταγκό και το βαλς: σουίνγκ, ρούμπα, μπολέρο. Στα χρόνια της Κατοχής οι συνθέτες στρέφονται προς τις αμερικάνικες μελωδίες της τζαζ, και οι φωνές ακολουθούν αμερικάνικα πρότυπα. Το 1948 ο Χατζιδάκις ξαφνιάζει την αστική Αθήνα με τη διάλεξή του για το ρεμπέτικο. Γεννιούνται τα αρχοντορεμπέτικα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το ελαφρό τραγούδι του μουσικού θεάτρου υποχωρεί μπρος στον Μάνο Χατζιδάκι. Το κοινό αγκαλιάζει πρώτα τα τραγούδια του από τον κινηματογράφο. Μετά το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», στο πρώτο φεστιβάλ τραγουδιού το 1959, ο Χατζιδάκις γίνεται πρωτοσέλιδο. Το ελληνικό τραγούδι μπαίνει στην εποχή του ανταγωνισμού ανάμεσα σε πρόσωπα και εταιρείες. Η ποίηση γίνεται πρώτο υλικό για τα τραγούδια. Εμφανίζονται Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Λεοντής. Το 1961 στην Πλάκα δημιουργείται το πρώτο μουσικό καφενείο, ο Τιπούκειτος, και πέφτει ο σπόρος για τις μπουάτ. Από το 1976 το ελληνικό τραγούδι άρχισε τις «επιστροφές». Ο κύκλος έχει κλείσει.