Στην παρούσα εργασία αξιοποιούνται λαογραφικά και ιστορικά τεκμήρια, καθώς και προφορικές μαρτυρίες που συγκεντρώθηκαν στο πεδίο, για να διερευνηθεί ποιες ήταν οι λιπαρές ύλες που χρησιμοποιήθηκαν στη διατροφή κατά τους νεότερους χρόνους στην Κύπρο και πώς αυτές συνδέονται με την τοπική κουζίνα και την κουλτούρα της διατροφής. Τα πιο διαδεδομένα από τα προστιθέμενα λίπη στη δίαιτα των Κυπρίων ήταν το ελαιόλαδο και η σοιρόμιλλα, το λιωμένο δηλαδή λίπος του χοίρου. Αν και η μίλλα θεωρούνταν ότι υστερεί σε οργανοληπτικά χαρακτηριστικά σε σχέση τόσο με το ελαιόλαδο όσο και με το βούτυρο του γάλακτος, στις περιοχές που δεν παρήγαγαν ελαιόλαδο ήταν συχνά η μοναδική λιπαρή ύλη των νοικοκυριών. Η μίλλα του χοίρου χρησιμοποιείτο κυρίως στο μαγείρεμα, αλλά και ως ένα είδος βουτύρου για επάλειψη. Στα χωριά της Καρπασίας, στη βορειοανατολική Κύπρο, έφτιαχναν από τη μίλλα τις μιλλόπιτες, ένα ιδιαίτερο γλυκό έδεσμα. Οι γαστρονομικές επιλογές των Κυπρίων χωρικών αντανακλούν την προσπάθειά τους να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις όποιες πηγές λίπους μπορούσε το περιβάλλον να τους διαθέσει. Στις πιο φτωχές από τις περιοχές της Κύπρου, μην έχοντας πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ελαιόλαδου, οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν επικουρικά έλαια που παραλάμβαναν προστρέχοντας στην άγρια χλωρίδα του νησιού, όπως το αρκόλαο, το πικρό δηλαδή λάδι των αγριελιών, το σχιννέλαιο και το τερεβινθέλαιο. Μετά το 1960, η χρήση των παραδοσιακών λιπαρών υλών, όπως η μίλλα, υποχώρησε πολύ και τη θέση τους κατέλαβαν οι «νεότερες» λιπαρές ύλες, τα διάφορα σπορέλαια.