Στην εφαρμογή του, το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας απομακρύνθηκε και από το αρχικό σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert και από το αναθεωρημένο σχήμα του Klenze. Συγχρόνως, η σημερινή πλατεία Ομονοίας και ο λόφος των Νυμφών εγκαταλείφθηκαν ως πιθανές θέσεις της βασιλικής κατοικίας και του κήπου της. Την οριστική θέση επέλεξε τελικά ο πατέρας του Όθωνα Ludwig I, το ανάκτορο σχεδίασε ο Friedrich von Gaertner και τον βασιλικό του κήπο δημιούργησε η Αμαλία.
Ο προβληματισμός για την ίδρυση της νέας πόλης, όπως και για τη θέση του ανακτόρου, εξαντλείται στο ερώτημα: κοντά στην αρχαία πόλη ή μακριά της;
Λίγους μήνες πριν από την άφιξη του Klenze στην Αθήνα, ο περίφημος δάσκαλος του κλασικισμού στη Γερμανία Karl Friedrich Schinkel διατύπωνε τη δική του εμπνευσμένη πρόταση για την κατασκευή του ανακτόρου πάνω στην Ακρόπολη. Η πρότασή του όχι μόνο αποτέλεσε τη βάση μιας εναλλακτικής αντίληψης για την εξέλιξη της Αθήνας, ως «πόλης σε λόφο» αντί «πόλης σε πεδιάδα», αλλά εκπροσώπησε σε ακραίο βαθμό τη ρομαντική άποψη περί διαλεκτικής συμβίωσης της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και της αρχαίας κληρονομιάς. Άποψη που βρισκόταν στον αντίποδα της «πουριστικής» ακαδημαϊκής προσέγγισης των συντηρητών αρχαιοτήτων που επρόκειτο να επικρατήσει. Μια πόλη σε λόφο οραματίστηκε και ο μαθητής του Schinkel, ο Alexander Ferdinand von Quast, προτείνοντας μάλιστα και την κατασκευή νέας Μητρόπολης πάνω στο βράχο του Αρείου Πάγου, η οποία με μεγάλη τοξωτή γέφυρα θα συνδεόταν με τα Προπύλαια.
Η πρόταση που παρουσίασε στο βασιλιά ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου το 1839, με την Αθήνα να αναπτύσσεται στο ελαφρά επικλινές έδαφος ανάμεσα στο λόφο του Λυκαβηττού και στον Ιλισό, χαρακτηριζόταν από τον ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό του 19ου αιώνα. Με σπάνια διορατικότητα, ο Καυταντζόγλου πρότεινε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα προκαλούσαν τη σταδιακή παρακμή της παλιάς πόλης, ώστε η περιοχή να ελευθερωθεί για την ανασκαφική έρευνα. Μπροστά από την εποχή του ήταν και ως προς την ιδέα ενός μεγάλου, ενιαίου αρχαιολογικού πάρκου.
Ο ίδιος ο συγγραφέας παρουσιάζει έναν δικό του, υποθετικό πολεοδομικό σχεδιασμό για την Αθήνα. Σε μια «αναδρομική ουτοπία», μας καλεί να εφαρμόσουμε το αρχικό τριγωνικό σχήμα της πόλης στην πεδινή περιοχή του Ιλισού, προσανατολίζοντάς την προς τη θάλασσα και αφήνοντας έναν πυρήνα πρασίνου γύρω από την Ακρόπολη. Η πόλη θα μπορούσε να αναπτυχθεί ακολουθώντας τους διαγώνια διατεταγμένους διαδρόμους που ορίζουν οι γύρω λόφοι.
Το 1833, ο αρχιτέκτονας της αυλής Gutensohn πρότεινε να χωροθετηθεί η Αθήνα σε απόσταση από την αρχαία πόλη, στον Πειραιά. Ο Gutensohn έκρινε ότι τα αρχαία ερείπια θα ταίριαζαν καλύτερα με μια βασιλική εξοχική κατοικία και λίγες επαύλεις παρά με μια σύγχρονη πόλη που θα τα απειλούσε διαρκώς. Από διαφορετική σκοπιά, υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι απεύχονταν τη σύνδεση των αρχαίων ερειπίων με μια σύγχρονη πόλη. Ο γάλλος αρχαιολόγος Raoul Rochette πίστευε όχι μόνο ότι χανόταν η μοναδική ευκαιρία να αποκαλυφθεί πλήρως η αρχαία πόλη αλλά και ότι, με την ίδρυση της νέας, ό,τι είχε σωθεί από την αρχαιότητα επρόκειτο να υποστεί μεγαλύτερες ζημιές στο μέλλον.
Ο προβληματισμός για την ίδρυση της νέας πόλης, όπως και για τη θέση του ανακτόρου, εξαντλείται στο ερώτημα: κοντά στην αρχαία πόλη ή μακριά της;
Λίγους μήνες πριν από την άφιξη του Klenze στην Αθήνα, ο περίφημος δάσκαλος του κλασικισμού στη Γερμανία Karl Friedrich Schinkel διατύπωνε τη δική του εμπνευσμένη πρόταση για την κατασκευή του ανακτόρου πάνω στην Ακρόπολη. Η πρότασή του όχι μόνο αποτέλεσε τη βάση μιας εναλλακτικής αντίληψης για την εξέλιξη της Αθήνας, ως «πόλης σε λόφο» αντί «πόλης σε πεδιάδα», αλλά εκπροσώπησε σε ακραίο βαθμό τη ρομαντική άποψη περί διαλεκτικής συμβίωσης της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και της αρχαίας κληρονομιάς. Άποψη που βρισκόταν στον αντίποδα της «πουριστικής» ακαδημαϊκής προσέγγισης των συντηρητών αρχαιοτήτων που επρόκειτο να επικρατήσει. Μια πόλη σε λόφο οραματίστηκε και ο μαθητής του Schinkel, ο Alexander Ferdinand von Quast, προτείνοντας μάλιστα και την κατασκευή νέας Μητρόπολης πάνω στο βράχο του Αρείου Πάγου, η οποία με μεγάλη τοξωτή γέφυρα θα συνδεόταν με τα Προπύλαια.
Η πρόταση που παρουσίασε στο βασιλιά ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου το 1839, με την Αθήνα να αναπτύσσεται στο ελαφρά επικλινές έδαφος ανάμεσα στο λόφο του Λυκαβηττού και στον Ιλισό, χαρακτηριζόταν από τον ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό του 19ου αιώνα. Με σπάνια διορατικότητα, ο Καυταντζόγλου πρότεινε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα προκαλούσαν τη σταδιακή παρακμή της παλιάς πόλης, ώστε η περιοχή να ελευθερωθεί για την ανασκαφική έρευνα. Μπροστά από την εποχή του ήταν και ως προς την ιδέα ενός μεγάλου, ενιαίου αρχαιολογικού πάρκου.
Ο ίδιος ο συγγραφέας παρουσιάζει έναν δικό του, υποθετικό πολεοδομικό σχεδιασμό για την Αθήνα. Σε μια «αναδρομική ουτοπία», μας καλεί να εφαρμόσουμε το αρχικό τριγωνικό σχήμα της πόλης στην πεδινή περιοχή του Ιλισού, προσανατολίζοντάς την προς τη θάλασσα και αφήνοντας έναν πυρήνα πρασίνου γύρω από την Ακρόπολη. Η πόλη θα μπορούσε να αναπτυχθεί ακολουθώντας τους διαγώνια διατεταγμένους διαδρόμους που ορίζουν οι γύρω λόφοι.
Το 1833, ο αρχιτέκτονας της αυλής Gutensohn πρότεινε να χωροθετηθεί η Αθήνα σε απόσταση από την αρχαία πόλη, στον Πειραιά. Ο Gutensohn έκρινε ότι τα αρχαία ερείπια θα ταίριαζαν καλύτερα με μια βασιλική εξοχική κατοικία και λίγες επαύλεις παρά με μια σύγχρονη πόλη που θα τα απειλούσε διαρκώς. Από διαφορετική σκοπιά, υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι απεύχονταν τη σύνδεση των αρχαίων ερειπίων με μια σύγχρονη πόλη. Ο γάλλος αρχαιολόγος Raoul Rochette πίστευε όχι μόνο ότι χανόταν η μοναδική ευκαιρία να αποκαλυφθεί πλήρως η αρχαία πόλη αλλά και ότι, με την ίδρυση της νέας, ό,τι είχε σωθεί από την αρχαιότητα επρόκειτο να υποστεί μεγαλύτερες ζημιές στο μέλλον.