Πριν περάσει στο δεύτερο έτος του πολέμου, στο δεύτερο βιβλίο των Ιστοριών του, ο Θουκυδίδης παρεμβάλλει την περιγραφή της δημόσιας ταφής που έγινε στην Αθήνα. Ο Ηρόδοτος, στις δικές του περιγραφές ταφής, και με εξαίρεση όσες αποτελούν μοναδικά γεγονότα, όπως αυτή που ακολούθησε τη μάχη των Πλαταιών, αποβλέπει συνήθως στην κατάδειξη της ετερότητας που διακρίνει τους βάρβαρους –ή ακόμη και τους Σπαρτιάτες– από τον κανόνα που λέγεται «Ελλάδα». Όμως, με τον «σοβαρό» ιστορικό Θουκυδίδη τα πράγματα διαφέρουν. Πώς πρέπει να αντιληφθούμε αυτήν του την «παρέκβαση»; Η συγγραφέας προτείνει να στραφούμε στο έπος και την επική αξία του κλέους. Η σύγκριση με τον Όμηρο (ραψωδία Ψ της Ιλιάδας) μας υποβάλλει την ιδέα ότι ο Θουκυδίδης, περιγράφοντας τις διαδοχικές φάσεις μιας τελετής, οικοδομεί το κλέος. Ο ιστορικός περιγράφει πρώτα την αιώνια ταυτότητα της πόλης ορίζοντας τη δημόσια ταφή ως πάτριον νόμον. Ακολουθεί η ευγένεια, η αριστοκρατική καταγωγή. Η πρόθεσις των λειψάνων, η τοποθέτησή τους σε κυπαρισσένιες θήκες και η εκφορά τους πάνω σε αμάξια είναι τρία χαρακτηριστικά που θυμίζουν αριστοκρατικές ταφές. Αριστοκρατικό ιδεώδες, δημοκρατική πρακτική. Πάνω απ’ όλα όμως, η περιγραφή θέλει να αναδείξει τον πολιτειακό χαρακτήρα της τελετής: ο Θουκυδίδης με επιμονή αναφέρει πως καθενός τα κόκαλα βρίσκονται στη θήκη της φυλής που ανήκε. Η ιστορική διήγηση κάνει τον επικήδειο μια πράξη λόγου με απώτερο σκοπό να παράγει το πολιτικό στοιχείο, αυτή την ιδεατότητα. Ο ιστορικός έχει τώρα προετοιμάσει το έδαφος για τον ρήτορα του επιτάφιου λόγου που θα συγκροτήσει μια πόλη πρότυπο.