Η Αρχαιολογική Υπηρεσία ιδρύθηκε το 1833. «Φαεινή κρηπίδα» της Υπηρεσίας χαρακτήρισε ο Χρήστος Καρούζος τον δεύτερο αρχαιολογικό νόμο που η Ελλάδα απόκτησε το 1899. Ωστόσο, η φαεινή κρηπίς υπέστη τόσες αλλαγές, ώστε η κωδικοποίησή της το 1932 να εμπεριέχει πλήθος αντιφάσεων. Ο νόμος του 1932 δημιούργησε ένα θεσμό ημιδημόσιου χαρακτήρα, τους ιδιώτες συλλέκτες, που στην πράξη λειτούργησε, και λειτουργεί, ως παρααρχαιολογική ιδιωτική «υπηρεσία». Οι διατάξεις περί προστασίας των αρχαιοτήτων που περιλαμβάνονται στον ίδιο νόμο απέτρεψαν καταστροφές ή βλάβες από πλευράς πολιτών. Η πολιτική εξουσία όμως (1968, 1975) αγνόησε τις απαγορεύσεις προκειμένου να εξυπηρετήσει μεγαλοεπενδυτές και το είδος της ανάπτυξης που ακολουθεί η Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια. Με νόμο του 1977, παύει να απαιτείται η «σύμφωνη» γνώμη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου αποφασίζει ακόμη και κατ’ αντίθεσή του.
Το βασικό κύτταρο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας υπήρξε πάντα η Εφορεία Αρχαιοτήτων. Ένα από τα πρώτα προβλήματα που τέθηκαν αφορούσε το άριστο μέγεθος μιας Εφορείας αλλά και την εσωτερική της οργάνωση, συνυφασμένη με την επαρκή στελέχωση με το κατάλληλο προσωπικό. Μια από τις πιο σημαντικές ρυθμίσεις ενός νέου Οργανισμού του ΥΠ.ΠΟ. θα είναι η άριστη ανακατανομή του προσωπικού μεταξύ των μονάδων του. Άλλα προβλήματα αφορούν την αναμόρφωση των αρμοδιοτήτων και του έργου της κεντρικής υπηρεσίας καθώς και τη δημιουργία ενιαίου φορέα για την προστασία των αρχαιοτήτων και μνημείων της χώρας. Τέλος προβάλλει και ένα ερώτημα: πόσο ποσοστό του προϋπολογισμού ανήκει στην προστασία του μνημειακού πλούτου μιας χώρας όπως η Ελλάδα;