Την πανάρχαιη αθηναϊκή γιορτή εκλαΐκευσε επί το μεγαλοπρεπέστερο ο Πεισίστρατος το 566 π.Χ., διακρίνοντάς την σε Μεγάλα και Μικρά Παναθήναια, αναδιοργανώνοντας την πομπή του πέπλου, εισάγοντας τους αθλητικούς αγώνες και θεσπίζοντας ως βραβεία τους παναθηναϊκούς αμφορείς, γεμάτους λάδι από τα ιερά δέντρα της θεάς. Ο κάθε αμφορέας περιείχε 38-39 λίτρα λάδι, διανέμονταν δε γύρω στους 1300 αμφορείς. Αν και η ερυθρόμορφη τεχνική επικρατεί στα αγγεία από τα μέσα του 5ου αιώνα, παραδοσιακοί οι παναθηναϊκοί αμφορείς θα παραμείνουν μελανόμορφοι ως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η διάταξη των θεμάτων είναι τυποποιημένη: στην κύρια όψη εμφανίζεται η Αθηνά σε στάση μάχης, στη δευτερεύουσα το αγώνισμα στο οποίο διακρίθηκε ο αθλητής. Απέναντι από τη θεά, επιγραφή δηλώνει «είμαι ένα βραβείο από τους αγώνες της Αθήνας». Μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., η Αθηνά πλαισιώνεται από δύο δωρικούς κίονες που πάνω τους τοποθετείται κόκορας, σύμβολο αγωνιστικού πνεύματος. Τον 5ο αιώνα οι αμφορείς διακοσμούνται από ζωγράφους της ερυθρόμορφης τεχνικής από τους οποίους ξεχωρίζουν ο Επίκτητος ΙΙ και ο ζωγράφος του Βερολίνου. Ξεχωριστή ομάδα αποτελούν τα αγγεία του Κουμπάν. Από τις αρχές του 4ου αιώνα ορίστηκε να αναγράφεται στην κύρια όψη του αγγείου το όνομα του επώνυμου άρχοντα, γεγονός που επιτρέπει ακριβή χρονολόγηση. Στην κορυφή των κιόνων, τους κόκορες αντικαθιστούν τα σύμβολα που συχνά απεικονίζουν πλαστικά έργα. Το 360/59, η μορφή της Αθηνάς, με περίβλημα που καταλήγει σε σχήμα χελιδονοουράς, στρέφεται προς τα δεξιά. Από την εποχή αυτή γνωρίζουμε τους αγγειοπλάστες Βάκχιο και Κίττο. Στους ελληνιστικούς χρόνους η τεχνική των αγγείων αρχίζει να εκφυλίζεται. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. στα αγγεία αναγράφονται οι ταμίες που θα αντικαταστήσουν αργότερα οι αθλοθέτες. Ο ελλιπής παναθηναϊκός αμφορέας των αρχών του 4ου αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε στην Αγορά, το τελευταίο δείγμα που σώθηκε ως εμάς, καθρεφτίζει την παρακμή της εποχής του.