Τα ίχνη κατοίκησης στη Ρόδο ανάγονται στα νεολιθικά χρόνια και την πρώιμη εποχή του Χαλκού. Ακολουθεί ο εποικισμός των Αχαιών στο βόρειο τμήμα του νησιού. Γέφυρα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, η Ρόδος θα γίνει καθαρά δωρικό νησί. Στην εξάπολη που ιδρύουν οι Δωριείς συμμετέχουν η Λίνδος, η Κάμιρος και η Ιαλυσός. Οι αποικίες στη Σικελία, την Παμφυλία, την Ισπανία και τις Βαλεαρίδες νήσους, η κοπή νομισμάτων από τον 6ο αιώνα μιλούν για την ακμή του νησιού. Προικισμένη με πέντε λιμάνια, η πόλη της Ρόδου με το δημοκρατικό της πολίτευμα αναδείχθηκε στην πρώτη πόλη. Τη θέση του επώνυμου άρχοντα κατείχε ο εκάστοτε ιερέας του Ήλιου. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, αναχωρώντας άπρακτος από την πολιορκία της (305-304 π.Χ.), εγκατέλειψε τα πολεμικά του μηχανήματα. Εκποιώντας τα, οι Ρόδιοι κατασκεύασαν τον Κολοσσό που καταστράφηκε από σεισμό το 227-226 π.Χ. Απεικονίσεις του σώζονται σε νομίσματα. Την περίοδο ευμάρειας που ακολουθεί διακόπτουν οι Ρωμαίοι. Με το τέλος της αρχαιότητας νέα ζωή αρχίζει για το νησί. Το 4ο αιώνα μ.Χ. η Ρόδος προάγεται σε Μητρόπολη των Νήσων.
Τα γράμματα και οι τέχνες καλλιεργήθηκαν από νωρίς. Ποιητές ήταν οι Πείσανδρος, Κλεόβουλος του Ευαγόρα, Τιμοκρέων, Αναξανδρίδης, Απολλώνιος ο Ρόδιος. Φιλόσοφοι ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος και ο Εύδημος που έφερε στο νησί την περιπατητική φιλοσοφία. Τον 2ο αιώνα π.Χ. οικονομική και πολιτισμική άνθηση συμβαδίζουν. Κέντρο εφάμιλλο της Αθήνας, η Ρόδος προσελκύει ξένους σπουδαστές. Μαθητές του στωικού Παναίτιου, ήταν ο Εκάτων ο Ρόδιος και ο Ποσειδώνιος. Στη Ρόδο δίδαξε ο Διονύσιος ο Θραξ και έζησε για χρόνια ο αστρονόμος και μαθηματικός Ίππαρχος. Από τη ροδιακή γλυπτική ξεχωρίζουν η Νίκη της Σαμοθράκης και το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, γνωστό σε μας από ρωμαϊκό αντίγραφο.