Το 1828, ο βορειοηπειρώτης Χατζη-Μιχάλης Νταλιάνης έρχεται να ενισχύσει τους Σφακιανούς. Ο Μουσταφά Ναϊλή Πασάς πολιορκεί το Φραγκοκάστελο, οι πολιορκημένοι υποκύπτουν. Από τότε, κάθε χρόνο στα τέλη του Μάη και νωρίς το πρωί, ένα φυσικό φαινόμενο ζωγραφίζει σκιές αγωνιστών που ονομάστηκαν «Δροσουλίτες» από τους ντόπιους. Οι «Δροσουλίτες» χάθηκαν όταν αλλοιώθηκε η περιοχή.
Η παλαιοχριστιανική μονή του Αγίου Νικήτα ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Ο μεταγενέστερος ναός (αρχές 14ου αιώνα) χρησιμοποίησε το ίδιο ψηφιδωτό δάπεδο. Στις τρεις ζώνες του επικρατούν τα γεωμετρικά σχήματα με εξαίρεση ένα τετράγωνο με ελισσόμενους βλαστούς που περιβάλλουν έναν τράγο που βόσκει. Το μνημείο κατατάσσεται στα όψιμα επαρχιακά δείγματα του β΄ μισού του 6ου αιώνα. Στην περιοχή του Φραγκοκάστελου βρίσκεται η δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγίου Αστράτηγου. Σε επαφή με τις παρειές του ιερού της βασιλικής είναι κτισμένο το μονόχωρο, τοιχογραφημένο εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχάγγελου (Άγιος Αστράτηγος), σήμερα ερειπωμένο. Στο χώρο του ιερού βήματος της βασιλικής είναι κτισμένο το μονόχωρο, καμαροσκέπαστο, τοιχογραφημένο εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα που χρονολογείται στις αρχές του 14ου αιώνα. Κάτω από το επίχρισμα διακρίνονται ίχνη των παραστάσεων της Ανάληψης, της Κοίμησης και ιεραρχών. Το Φραγκοκάστελο, που ακολουθεί τις πριν από την αξιοποίηση της πυρίτιδας οχυρωματικές αντιλήψεις, κατά μεγάλο μέρος ανακατασκευάστηκε το 1866. Φέρει τα οικόσημα της οικογένειας των Querini και των Dolfin που συνδυάζονται με τον Λέοντα του Αγίου Μάρκου. Η εκκλησία του Αγίου Μάρκου φαίνεται ότι ήταν κτισμένη 10 μέτρα έξω από τη νότια πλευρά του. Ανατολικά από το φρούριο είναι κτισμένο το μικρό μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπου, σημαντικό δείγμα της όψιμης μεταβυζαντινής παράδοσης της Κρήτης. Σήμερα το μοναστήρι έχει εξαφανιστεί πίσω από ογκώδη θερμοκήπια. Στη θέση αυτή υπήρχε αρχικά το μονόχωρο, καμαροσκέπαστο εκκλησάκι του Αγίου, που διπλασιάστηκε πρώτα στις αρχές του 19ου αιώνα και ξανά στα χρόνια μετά την Επανάσταση. Τόσο η όψη του ναού όσο και η εσωτερική του διαμόρφωση θυμίζουν έντονα το καθολικό της κοντινής Μονής Θεολόγου («πίσω Μοναστήρι Πρέβελη») που κτίστηκε γύρω στο 1835, μάλλον από τον ίδιο τεχνίτη. Χαρακτηριστικές είναι οι επιβιώσεις από την παράδοση της Ενετοκρατίας αλλά και από την παράδοση της κρητικής σχολής, όπως την βλέπουμε στην ξυλογλυπτική και στη ζωγραφική φορητών εικόνων στις απομονωμένες επαρχίες των Σφακίων ή του Αγίου Βασιλείου, στην Πρέβελη ή στην εκκλησία του Χριστού στους Κομητάδες. Έχοντας περιγράψει και τα κτίσματα της μονής, ο συγγραφέας καταγγέλλει την αλλοίωση του περιβάλλοντος χώρου των μνημείων από τα δωμάτια προς τουριστική εκμετάλλευση που οι ντόπιοι χτίζουν με την ανοχή της Πολιτείας. Οι κάτοικοι χρησιμοποίησαν τη βασιλική του Αγίου Νικήτα, που τα ψηφιδωτά της είχαν μόλις καθαριστεί και στερεωθεί, για να σταβλίσουν τα πρόβατά τους.