Στο εμπεριστατωμένο κείμενό τους, οι αρθρογράφοι αντλούν από τη μεταμοντέρνα θεωρία που αποδομεί το «αυταπόδεικτο» της έννοιας του μουσείου, αναδεικνύοντάς το σε άλλη μια κοινωνική κατασκευή. Οι σημερινές αξίες της υποκειμενικότητας, της σχετικότητας, της ρευστότητας, της διαφορετικότητας δυναμιτίζουν τις ίδιες τις ιστορικές καταβολές του μουσείου. Η μεταφορά του κειμένου εφαρμόστηκε και εδώ: ας πούμε, παρέχεται στο κοινό «αυθεντικό, από καθέδρας» κείμενο ή ενθαρρύνονται οι διαφορετικές αναγνώσεις; Η στοιχειοθέτηση της σχέσης γνώσης και εξουσίας καθιστά ολοφάνερο ότι το μουσείο, ως διαμεσολαβητής γνώσης ανάμεσα στον όποιο διαφορετικό πολιτισμό και το κοινό της έκθεσης, δεν μπορεί να είναι ούτε «αθώο» ούτε «αντικειμενικό». Από την ώρα όμως που το μουσείο αναστοχάζεται, άρχισε και να το συνειδητοποιεί. Αυτό που κάποιοι θεωρούν ως απομυθοποίησή του, δεν είναι παρά το άνοιγμα του μουσείου στις νέες προκλήσεις. Ενδεικτικές είναι οι τολμηρές εκθέσεις γύρω από θέματα που συνήθως δεν θίγονται γιατί είναι «λεπτά». Παράδειγμα, η οργάνωση στο Λίβερπουλ έκθεσης για το ρόλο της πόλης στο διαμετακομιστικό εμπόριο δούλων. Τα μουσεία, επιφορτισμένα και αυτά με τη συντήρηση του «κανόνα», αναπότρεπτα είναι «πολιτικά» ιδρύματα. Ο διάλογος είναι ανοιχτός και οι αντιπαραθέσεις για τα ζητήματα που δημιουργούνται ζωηρές. Ωστόσο, το πλαίσιο δεν μπορεί παρά να είναι ο αυτο-αναστοχασμός και η επίγνωση ότι το μουσείο καθρεφτίζει την κοινωνία που το γέννησε.